4 Μαρ 2014

Αλέν Ρενέ: Μια ζωή κόντρα στις συμβάσεις του σινεμά

Ακόμη και από το κρεβάτι του νοσοκομείου προσπαθούσε να ολοκληρώσει το σενάριο για την επόμενη δουλειά του. Ο εμβληματικός γάλλος σκηνοθέτης έσβησε το Σάββατο στα 92 του χρόνια.

Στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βερολίνου, η τελευταία ταινία του Αλέν Ρενέ με τίτλο...
«Να αγαπάς, να πίνεις και να τραγουδάς» απέσπασε το βραβείο πρωτοπορίας - παράδοξο για έναν δημιουργό 92 ετών (περισσότερο ένας φόρος τιμής, παρά ένα επί της ουσίας βραβείο, για να πούμε την αλήθεια), όχι και τόσο όμως για τον Αλέν Ρενέ που, μέχρι τέλους, έδειχνε αποφασισμένος να καταρρίψει κάθε αφηγηματική και αισθητική σύμβαση.

Γιος φαρμακοποιού, γεννημένος στη Βρετάνη το 1922, ο Ρενέ αρχίζει να κινηματογραφεί από 14 ετών και το 1939 φθάνει στο Παρίσι για να σπουδάσει υποκριτική. Το 1942 εμφανίζεται ως κομπάρσος στο «Οι επισκέπτες του μεσημεριού» του Μαρσέλ Καρνέ ενώ το 1948 σκηνοθετεί τα πρώτα του ντοκιμαντέρ.

Σύντομα θα υπογράψει το πρώτο του αριστούργημα: το, μόλις μισής ώρας, «Νύχτα και ομίχλη» του 1955 θα τον καθιερώσει. Ενα από τα πρώτα φιλμ που ασχολήθηκε με το θέμα των στρατοπέδων συγκέντρωσης (αν όχι το πρώτο) αποτελείται από κολάζ ασπρόμαυρων φωτογραφιών που τραβήχτηκαν κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, σε συνδυασμό με έγχρωμες εικόνες από τα άδεια πλέον στρατόπεδα. Εδώ συναντάμε και τον βασικό του προβληματισμό, που θα διαπεράσει ολάκερη τη φιλμογραφία του: η μνήμη ως πνευματική ή ακόμη και ελλειπτική άσκηση παρά ως απλός δραματουργικός μοχλός.

Δίχως να υπάρξει ποτέ μέλος του «νέου κύματος» (αν και συχνά του το χρέωναν), ο Ρενέ καταπιάνεται με τη μελέτη της κινηματογραφικής γλώσσας, αποφασισμένος να την εξελίξει. Αποτέλεσμα αυτής της μελέτης, το συγκλονιστικό αφηγηματικό του ντεμπούτο με τίτλο «Χιροσίμα αγάπη μου», σε σενάριο Μαργκερίτ Ντιράς που βγαίνει στις αίθουσες το 1959. Η ταινία, που θα μείνει στην Ιστορία για μία φράση της («Δεν είδες τίποτα στη Χιροσίμα»), αναδεικνύει τον Ρενέ σε εξέχουσα φυσιογνωμία του σύγχρονου γαλλικού κινηματογράφου.

Πρωτοπορία. Μια γαλλίδα ηθοποιός (η Εμανουέλ Ριβά που τόσο μας συγκίνησε στο πρόσφατο «Amour») βρίσκεται στη Χιροσίμα για κάποια γυρίσματα και συναντά έναν ιάπωνα αρχιτέκτονα (Εϊτζι Οκάντα). Για ένα εικοσιτετράωρο θα ζήσουν μαζί μια ερωτική ιστορία. Και, μέσω αυτής, η ηρωίδα «υποχρεώνεται» να αντιμετωπίσει την οδυνηρή μνήμη ενός άλλου, νεανικού έρωτα με γερμανό στρατιώτη, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής - καθώς και τη διαπόμπευσή της ως συνεργάτιδας των Ναζί.

Παρελθόν και παρόν γίνονται ένα σε μια ταινία «που επέβαλε έναν καινούργιο αφηγηματικό τρόπο, καθαρά και απόλυτα κινηματογραφικό, που δεν είναι δανεισμένος από άλλες τέχνες», όπως έγραφε στο «Βήμα» ο Βασίλης Ραφαηλίδης.

Ο σκηνοθέτης στη συνέχεια θα συνεργασθεί με λογοτέχνες και δοκιμιογράφους του ανθισμένου γαλλικού πνεύματος του '50, που μαζί με άλλους σκηνοθέτες ανήκαν στο λεγόμενο «αριστερό ρεύμα» («La rive gauche» - έτσι ονομαζόταν η νότια πλευρά του Σηκουάνα, γειτονιά των διανοουμένων του Παρισιού). Οι ταινίες που θα γυρίσει όμως, σε καμία περίπτωση δεν μοιάζουν με λογοτεχνικές ασκήσεις.

Στη συνέχεια της καριέρας του, στο φιλμ «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ» (κερδίζει Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας το 1961) αναδιατάσσει κινηματογραφικά τον χρόνο με τον ίδιο τρόπο που το κατόρθωσε λογοτεχνικώς ο Μαρσέλ Προυστ: φθάνει στις αβύσσους της δισυπόστατης μνήμης και την εξακοντίζει σε σοκαριστικά μήκη. «Είμαι συνεχώς στο κατόπι της αναζήτησης μιας ειδικής, μη αφηγηματικής γλώσσας που θα εμπεριέχει μουσικότητα» έλεγε συχνά ο ίδιος ο σκηνοθέτης αναφερόμενος στον αφηγηματικό του «αγώνα». Το «Πέρυσι στο Μάριενμπαντ», με τις επαναλήψεις του, τη στυλιζαρισμένη ασπρόμαυρη σινεμασκόπ φωτογραφία και τη γενικότερα δυσοίωνη ατμόσφαιρά του παραμένει έως σήμερα κλασικό και οι ερμηνείες που έχουν «κατατεθεί» γι' αυτό, υπεράριθμες. Και όμως, ο ίδιος ο Ρενέ δήλωνε πως «δεν πρόκειται για ένα αίνιγμα που πρέπει να επιλυθεί - κάθε θεατής μπορεί να βρει τη δική του ερμηνεία και είναι πιθανό να είναι η σωστή». Οταν μάλιστα ο δημοσιογράφος τον πίεσε λίγο, εκείνος απάντησε «το ξέρω πως κάνω δύσκολα φιλμ αλλά, πιστέψτε με, δεν το κάνω επίτηδες».

Η συνέχεια της καριέρας του υπήρξε χαρακτηριστική ενός δημιουργού που... ξεφεύγει από κάθε κατάταξη. Στο αδικημένο από την κριτική «Σ' αγαπώ... Σ' αγαπώ...» του 1968 θα παίξει με τους κώδικες της επιστημονικής φαντασίας (η ταινία θα βγει στις αίθουσες πάνω στα επεισόδια εκείνου του Μάη), στο «Providence» του 1977, πρώτη του στην αγγλική γλώσσα («η πιο όμορφη εμπειρία της ζωής μου» δήλωνε ο πρωταγωνιστής της σερ Τζον Γκίλγουντ), θα στήσει μια «κωμωδία για τα μυστικά της ζωής» και στον «Θείο μου από την Αμερική» του 1980 θα φύγει βραβευμένος από το Φεστιβάλ Βενετίας και άκρως ανανεωμένος: οι επόμενες ταινίες του ώς το τέλος δεν έχουν ίχνος από τη σοβαρότητα των πρώτων του - αντιθέτως, ένα ελαφρύ αλλά και υπογείως ανατρεπτικό χιούμορ κυριαρχεί. «Η αμερικανική τηλεόραση ήταν μια επιρροή» θα δηλώσει αιφνιδιαστικά. Πιο ξεχωριστές δουλειές εκείνης της περιόδου, τα φιλμ «Smoking / No smoking» του 1993, «Η ζωή είναι ένα τραγούδι» του 1997, και «Ιδιωτικοί φόβοι σε δημόσιους χώρους» του 2006, ίσως η τελευταία πραγματικά ξεχωριστή ταινία του.


Τον ξέχασαν στα Οσκαρ!

Οι διοργανωτές της κυριακάτικης τελετής απονομής των Οσκαρ δεν πρόλαβαν να συμπεριλάβουν τον Αλέν Ρενέ στο εις μνήμην αφιέρωμα που ετοιμάζουν κάθε χρόνο. Ο γάλλος σκηνοθέτης δεν είχε προταθεί ποτέ για Οσκαρ, αλλά είχε συγκεντρώσει σωρεία βραβείων σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ.
πηγη

Αντιστοιχισμένο περιεχόμενο

Η Ενημέρωση στην Ελλάδα και τoν Κόσμο