28 Σεπ 2020

Κατίνα Παξινού: Το Όσκαρ, ο θάνατος της κόρης της, η χρεοκοπία, οι τιμές βασίλισσας και ο καρκίνος


Η Κατίνα Παξινού (Αικατερίνη Κωνσταντοπούλου) γεννήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου του 1900 στον Πειραιά και ήταν κόρη του αλευροβιομήχανου ...Βασίλη Κωνσταντόπουλου. Σπούδασε μουσική και κλασικό τραγούδι στο Ωδείο της Γενεύης, καθώς και σε ανάλογες σχολές του Βερολίνου και της Βιέννης.Εγγονός της είναι ο Αλέξανδρος Αντωνόπουλος.

 

«Η Κατίνα Παξινού, δεν είναι μόνο μεγάλη, είναι μοναδική», έλεγε για κείνη ο Οrson Welles. Η «θηριώδης Κατίνα», η σπουδαιότερη τραγωδός της χώρας που γέννησε το δράμα και η ηθοποιός που ζωντάνεψε ιδανικά, με «παράφορη πλαστουργική δύναμη» τις μεγάλες, δραματικές ηρωίδες του παγκόσμιου θεάτρου, υπήρξε και μια διεθνής σταρ.

Πρωτοεμφανίστηκε στη Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά το 1920, ερμηνεύοντας τον βασικό ρόλο στην όπερα «Αδελφή Βεατρίκη» του Δημήτρη Μητρόπουλου.

Η Κατίνα Παξινού παρασημοφορήθηκε με τον Χρυσό Ανώτερο Ταξιάρχη Γεωργίου Α’ και με τον Ανώτερο Ταξιάρχη της Δυτικής Γερμανίας. Τιμήθηκε ακόμη με τον τίτλο της Αξιωματούχου Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλίας και με το Βραβείο «Ιζαμπέλα Ντ’ Εστέ».


Ήταν εξαιρετική ζωγράφος, μαγείρισσα, κηπουρός, ακόμα και κεντήστρα

Όταν έπαιζε τον «Ματωμένο γάμο» κεντούσε συνεχώς, όπου κι αν βρισκόταν, ένα τεράστιο εργόχειρο στην μνήμη του Λόρκα που κουβαλούσε συνεχώς μαζί της. Έλεγε πως την βοηθούσε. Τελειώνοντας τις παραστάσεις, είχε ολοκληρωθεί κι αυτό.


Η καριέρα στο Χόλιγουντ και το Όσκαρ

Η Κατίνα Παξινού υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα ηθοποιός που κατάφερε να σταθεί στο Χόλιγουντ και μάλιστα με δικούς της όρους, να διαπρέψει θεατρικά και κινηματογραφικά στην Ευρώπη, να ξεχωρίσει ως τραγωδός παγκοσμίου βεληνεκούς.

Τo 1940, κυκλοφορεί το μυθιστόρημα του Ernest Hemingway «Για ποιόν χτυπά η καμπάνα» και κάνει πάταγο. Η επιτυχία του δελεάζει την Paramount Pictures να αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου έναντι 150.000 δολαρίων -ποσό ρεκόρ για την εποχή (!). Αμέσως, ξεκινά η προετοιμασία για την μεταφορά του έργου, στον κινηματογράφο. Για τον αντρικό, πρωταγωνιστικό ρόλο ο συγγραφέας έχει επιλέξει τον στενό του φίλο, Gary Cooper, για την «Μαρία» συζητιέται το όνομα της Ingrind Bergman. Οι υπεύθυνοι διανομής του studio, δυσκολεύονται ιδιαίτερα να βρουν την «Pilar», την φλογερή Ισπανίδα πατριώτισσα της ιστορίας. Διάφορες ηθοποιοί περνούν, κάνουν δοκιμαστικά -ανάμεσά τους η Paula Negri, η Judith Anderson. Kαμία δεν θεωρείται κατάλληλη. Ύστερα, κάποια στιγμή, κάποιος θυμάται την Κατίνα Παξινού, την Ελληνίδα με την έντονη παρουσία, που, εκείνη την εποχή, διαπρέπει στο Broadway. Tην εντοπίζουν, της τηλεφωνούν, στο ξενοδοχείο της, στην Νέα Υόρκη. Η αντίδρασή της, τους αιφνιδιάζει…


«Ο συνομιλητής μου, με ρώτησε από την άλλη άκρη του ακουστικού, εάν είχα παίξει στον κινηματογράφο. Απάντησα «όχι». Με ρώτησε τότε αν ήθελα να πάω στο Χόλιγουντ και απάντησα πάλι «όχι». Τέλος, με ρώτησε, αν θα ήμουν διατεθειμένη να λάβω, εν πάση περιπτώσει μέρος σε ένα φιλμ της Paramount. Kαι απάντησα πάλι «όχι».


Στις συνεντεύξεις της, στη δεκαετία του ’60, η Παξινού διηγούνταν την ιστορία, λίγο σαν παραμύθι. Θυμόταν πάντως, με σιγουριά, πως όταν έκλεισε το τηλέφωνο μετά από κείνα τα τρία κοφτά «όχι», μετάνιωσε αμέσως για την άρνησή της. Γρήγορα, όμως, την καθησύχασαν…

«Η Μonique McCall, η μάνατζέρ μου, στην οποία έσπευσα να αναφέρω καταστενοχωρημένη το γεγονός, ενθουσιάστηκε. Μου είπε ότι αν είχα σπεύσει να δεχτώ, θα είχα κάνει ένα μεγάλο σφάλμα. Η άρνησή μου, ήταν βέβαιο, θα προκαλούσε περισσότερο ενδιαφέρον, θα κέντριζε ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον των παραγωγών και οι άνθρωποι της Paramount σίγουρα θα επανέρχονταν…»

Έτσι κι έγινε. Οι άνθρωποι της Paramount -scouters, ιμπρεσάριοι, παρατρεχάμενοι- επανήλθαν με μια πρόταση: ζήτησαν από την Κατίνα Παξινού να κάνει ένα δοκιμαστικό για το ρόλο της Pilar. Εκείνη όμως δεν δεχόταν. Πίστευε πως κανένα δοκιμαστικό, δεν θα μπορούσε να καταγράψει το βάθος της ερμηνείας της ή να δώσει στους υπεύθυνους να καταλάβουν ποια ακριβώς θα ήταν η απόδοσή της.


«Στα γραφεία της Paramount o αρμόδιος διευθυντής, όταν του είπα τις σκέψεις μου, επικοινώνησε αμέσως με το Χόλιγουντ. Τα γραφεία της Νέας Υόρκης έχουν κατευθείαν γραμμή με τα στούντιο, στην Καλιφόρνια. Επικοινώνησε λοιπόν αμέσως με τον Da Silva (σ.σ. εδώ η Παξινού, αναφέρεται, μάλλον εκ παραδρομής, στον Howard Da Silva και όχι στον άνθρωπο που σκηνοθέτησε, τελικά, την ταινία, τον Sam Wood) ο οποίος θα γύριζε το φιλμ, και ο οποίος είχε από καιρό απελπιστεί ότι δεν θα έβρισκε την κατάλληλη Pilar.

Τρία ολόκληρα χρόνια το σενάριο βρισκόταν στο συρτάρι του και όλες οι απόπειρες που είχαν γίνει για να βρεθεί η κατάλληλη ηθοποιός είχαν αποτύχει. Ο διευθυντής της Paramount ανέπτυξε στο τηλέφωνο στον Da Silva τις αντιρρήσεις που είχα για τον τρόπο που ήθελαν να γυριστεί το δοκιμαστικό και ο οποίος, όπως πίστευα δεν θα επέτρεπε να σχηματίσουν σαφή ιδέα για τον τύπο στον οποίο ήθελαν να με χρησιμοποιήσουν.


Δεν θα ξεχάσω εκείνη τη στιγμή. Δεν ξέρω τι μου ήρθε. Ξέρω μόνο ότι, ενώ ο διευθυντής της Paramount τηλεφώνησε με ξαπλωμένα τα πόδια επάνω στο γραφείο του -κατά τη γνωστή συνήθεια ορισμένων Αμερικανών- ξαφνικά πετάχτηκα από τη θέση μου. Σχεδόν έπεσα επάνω του και του άρπαξα με βία το ακουστικό από το χέρι. Και μίλησα η ίδια του Da Silva. Του είπα ότι είμαι μεσογειακής καταγωγής και ότι αυτή η Ισπανίδα χωριάτα, η Pilar, είχε κάτι συγγενικό με Ελληνίδα και γι’αυτό την αισθανόμουνα κατά τέτοιο τρόπο που θα μπορούσα να την αποδώσω με καλή διαγραφή. Του είπα ακόμα ότι με τις φωτογραφίες και το τυπικό δοκιμαστικό δεν θα ήταν δυνατόν να καταλάβει πώς ακριβώς θα έπαιζα τον ρόλο.

Όμως, δεν το κρύβω, συγχρόνως έκανα το παν, για να μπορέσει ο σκηνοθέτης της ταινίας, από το τηλέφωνο, να πάρει μια ιδέα. Δηλαδή, του έλεγα, ότι το γέλιο της Pilar θα έπρεπε να είναι έτσι -και γελούσα- ή ότι η ομιλία της θα έπρεπε να είναι κατ’αυτόν τον τρόπο. Και του έλεγα μερικές φράσεις με τον τρόπο που, τελικά, μίλησα και στο φιλμ. Η συνδιάλεξη εκείνη κράτησε σχεδόν μισή ώρα. Δεν θυμάμαι, ούτε μπορώ τώρα να ξαναζωντανέψω ακριβώς και με κάθε λεπτομέρεια τη σκηνή. Μπορώ όμως να βεβαιώσω ότι όταν έβγαινα από το γραφείο του διευθυντή της Paramount, τα πόδια του δεν ήταν πια επάνω στο γραφείο, αλλά στήριζαν το σώμα του που μου έκανε μια βαθιά υπόκλιση !…»

Μετά από εκείνη την ημέρα, η Παξινού σιγουρεύτηκε πως, τελικά, είχε πάρει το ρόλο και -εν τέλει- δέχτηκε να γυρίσει μερικά μέτρα φιλμ, «συστήνοντας» τον εαυτό της και την Ισπανίδα ηρωίδα, που επρόκειτο να ερμηνεύσει. Το φιλμ ταχυδρομήθηκε στο Χόλιγουντ, όμως το οριστικό «ναι» που περίμενε, καθυστερούσε να έρθει. Εν τω μεταξύ, έφτασε αιφνιδιαστικά στην Νέα Υόρκη ο Αλέξης Μινωτής -είχε διαφύγει από την Ελλάδα, και -μέσω Μέσης Ανατολής- ταξίδεψε στην Αμερική με ειδική αποστολή: Ο τότε βασιλιάς Γεώργιος του είχε αναθέσει να μεταφέρει κάποια εμπιστευτικά έγγραφα. Το ίδιο εκείνο βράδυ, η Κατίνα πήρε το τηλεφώνημα που περίμενε: την πολυπόθητη πρόσκληση να πάει στο στούντιο και να γυρίσει την πρώτη της σκηνή, ως Pilar…


«Ξύπνησα από τις 4 το πρωί, την ημέρα της μεγάλης δοκιμασίας. Στις 6 με παρέλαβαν οι μακιγιέρ και από τις 7, έχοντας για ενίσχυση το αγαθό χαμόγελο του Gary Cooper -που από την πρώτη στιγμή μου έδειξε άπειρη συμπάθεια- έπαιξα την πρώτη σκηνή μπροστά στον φακό. Η λήψη κράτησε ως τις 4 το απόγευμα. Δηλαδή, επί 9 ολόκληρες ώρες γυρίζαμε και ξαναγυρίζαμε. Όταν τελειώσαμε -στο μεταξύ είχαν συγκεντρωθεί όλοι οι ειδικοί μέσα στο στούντιο και είχαν έρθει θεατές και παρατηρητές, όλοι οι παράγοντες της εταιρείας- έφυγα κυριολεκτικά εξουθενωμένη από τον κόπο και τη συγκίνηση. Τριγύρω μου έβλεπα γελαστά πρόσωπα και θυμάμαι ότι μια σκηνή με τον Tamiroff, όταν τελείωσε, χειροκροτήθηκε. Όμως, επίσημα, δεν ήξερα τα αποτελέσματα. Με συνόδεψε ως το ξενοδοχείο μου ένας από τους ανθρώπους της Paramount, από το ιδιαίτερο επιτελείο του σκηνοθέτη. Όταν με αποχαιρέτησε, μου φίλησε το χέρι και μου είπε: «Τηλεγραφήστε στον άντρα σας στη Νέα Υόρκη, να ετοιμάσει τα πράγματά σας για το Χόλιγουντ. Θα παίξετε την Pilar…».


Για να μην του χαλάσω το χατίρι, δέχτηκα να κάνω τη δοκιμή, αλλά με έναν εντελώς δικό μου τρόπο. Ανέβηκα στο δωμάτιό μου, ντύθηκα με μια υπερπολυτελέστατη, βελουδένια, βραδινή τουαλέτα και ξαναπαρουσιάστηκα μπροστά τους, κρατώντας μια ουρά πίσω, δυό πήχες. Στην αρχή, με πέρασαν για τρελή. Τους είχα πει πως ήξερα καλά την Pilar, κι εγώ παρουσιαζόμουν με την τελευταία λέξη της παριζιάνικης μόδας. Η έκπληξή τους έφτασε στο κατακόρυφο όταν τους είπα ότι μπορούσαν να αρχίσουν το γύρισμα της «δοκιμαστικής» τους σκηνής. Στάθηκα μπροστά στο φακό και είπα σαν να μιλούσα σ’αυτούς που θα έβλεπαν το φιλμ, στο Χόλιγουντ. «Είμαι η Κατίνα Παξινού. Ξέρω καλά πως με προορίζετε για το ρόλο της Pilar και σας τονίζω πως έχω νιώσει τόσο καλά αυτή τη γυναίκα, ώστε όχι μόνο μπορώ να παίξω το ρόλο της, αλλά να μιλήσω και να γελάσω όπως τη φαντάστηκε ο ίδιος ο συγγραφέας. Επειδή όμως έχω μια φήμη, που δεν εννοώ να τη χάσω με μια γελοία δοκιμή, σας λέω πως δεν θα γυρίσω καμία δοκιμαστική σκηνή ως Pilar, παρά μονάχα όταν συζητήσω τις απόψεις μου με τον ίδιο τον (σ.σ. σκηνοθέτη) Sam Wood . Διαφορετικά, κύριοι, λυπάμαι, αλλά δεν θα μπορέσω να σας ευχαριστήσω. Χαίρετε!» ….

Ούσα ηθοποιός του θεάτρου, η Κατίνα έπαιζε το ρόλο της ολοκληρωμένα, εξελικτικά, σε συνέχεια χρόνου -το «σπάσιμο» σε μικρά, ανεξάρτητα κινηματογραφικά πλάνα την αποδιοργάνωνε. Λέγεται πως οι άνθρωποι της Paramount, συμφώνησαν να γυρίσουν κάποιες σκηνές της, χρησιμοποιώντας τρεις διαφορετικές κάμερες, μια για τα κοντινά, μια για τα γενικά και μια για τα υπόλοιπα πλάνα της. Το αποτέλεσμα, τους αντάμειψε…


Λίγους μήνες αργότερα, η Κατίνα Παξινού θα παραλάμβανε ένα Όσκαρ β’ γυναικείου ρόλου (το μοναδικό από τα 9 για τα οποία προτάθηκε η ταινία, το πρώτο της Ελλάδας και το πρώτο που θα δινόταν σε μη Αμερικανό ηθοποιό -σημειωτέον για τον ίδιο ρόλο η Κατίνα τιμήθηκε και με Χρυσή Σφαίρα!), ντυμένη με μια κομψή, σκούρα grecian τουαλέτα του Jean Desses. Και θα δήλωνε: «Το δέχομαι, για λογαριασμό όλων των συναδέλφων μου του Εθνικού Θεάτρου, ζωντανών ή νεκρών….»


Η ένωση δύο οικογενειών βιομηχάνων

Η Κατίνα Παξινού παντρεύτηκε τον βιομήχανο Γιάννη Παξινό, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες, η μία εκ των οποίων πέθανε σε πολύ μικρή ηλικία.Οι προσπάθειές της Κατίνας Παξινού για καριέρα στον χώρο του λυρικού θεάτρου δεν θα ευοδωθούν και έτσι το 1929 εμφανίζεται για πρώτη φορά στο θέατρο πρόζας ως μέλος του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη, παίζοντας στο έργο του Ανρί Μπατάιγ «Η Γυμνή Γυναίκα». Εκεί γνωρίζει τον Αλέξη Μινωτή, τον ερωτεύεται και τον παντρεύεται, έχοντας χωρίσει με τον Παξινό, του οποίου θα κρατήσει το επίθετο για το υπόλοιπο της καλλιτεχνικής της πορείας.


Η σπουδαία καλλιτεχνική πορεία

Το 1931, προσχωρεί μαζί με τον Αλέξη Μινωτή, στον Συνεταιρικό Θίασο του Αιμίλιου Βεάκη, που παρουσιάζει σημαντικά έργα του διεθνούς ρεπερτορίου, όπως: «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ευγένιου Ο’ Νιλ, «Ο Πατέρας του Αυγούστου» του Στρίντμπεργκ, «Ο θείος Βάνιας» του Τσέχωφ.

Από το 1932 έως το 1940, εμφανίζεται στο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμηνεύει ρόλους που την καταξιώνουν ως κορυφαία ηθοποιό της ελληνικής σκηνής. Με τη Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου θα εμφανιστεί στο Λονδίνο, τη Φρανκφούρτη και το Βερολίνο, ερμηνεύοντας το ρόλο της Ηλέκτρας στο ομώνυμο έργο του Σοφοκλή, την Γερτρούδη στον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, την Κυρία Άλβινγκ στους «Βρικόλακες» του Ίψεν. Την περίοδο του πολέμου εγκαθίσταται στις ΗΠΑ, όπου εμφανίζεται στο Μπρόντγουεϊ και ερμηνεύει σπουδαίους ρόλους στον κινηματογράφο, με τους οποίους κερδίζει τη διεθνή αναγνώριση.

Το 1950 επιστρέφει στην Ελλάδα και εμφανίζεται πάλι μαζί με τον Αλέξη Μινωτή στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, με το οποίο περιοδεύει στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Ξαναπαίζει στη Νέα Υόρκη στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Λόρκα, έργο που επαναλαμβάνει στην Αθήνα στο Θέατρο Κοτοπούλη. Μετά το 1957, εμφανίζεται μόνιμα στη Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, ερμηνεύοντας έργα του αρχαίου Θεάτρου και του σύγχρονου διεθνούς ρεπερτορίου. Ανάμεσα σ’ αυτά, η «Εκάβη», η «Μήδεια», οι «Φοίνισσες» και οι «Βάκχες» του Ευριπίδη, ο «Πατέρας» του Στρίντμπεργκ, «Η επίσκεψις της γηραιάς κυρίας» του Ντίρενματ, «Το Ταξίδι μακριάς μέρας μέσα στη νύχτα» του Ο’ Νιλ, «Η τρελή του Σαγιό» του Ζαν Ζιροντού, ο «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ.


Το 1968 η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής, συγκροτούν θίασο που εμφανίζεται στο Θέατρο «Αυλαία» της Θεσσαλονίκης, και στο Θέατρο «Διάνα» της οδού Ιπποκράτους. Στο «Σινεάκ», το κινηματοθέατρο που αργότερα θα μετονομαστεί σε «Θέατρο Παξινού», παίζει στα έργα «Η Ήρα και το παγώνι» του Σον Ο’ Κέιζι, «Οι παλαιστές» του Στρατή Καρρά, οι «Βρικόλακες» του Ίψεν, «Ματωμένος Γάμος» του Λόρκα, ενώ την περίοδο 1971 – 1972 ερμηνεύει στο Θέατρο «Πάνθεον», την τελευταία μεγάλη επιτυχία της, ως «Μάνα Κουράγιο» στο ομώνυμο έργο του Μπέρτολντ Μπρεχτ.

Στις κινηματογραφικές επιλογές της υπήρξε εκλεκτική, εξ ου και οι μόλις 11 ταινίες της. Μεταξύ άλλων, συνεργάστηκε με τον Όρσον Γουέλς («Ο κύριος Αρκάντιν», 1955), τον Λουκίνο Βισκόντι («Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του», 1960) και φυσικά τον Σαμ Γουντ ( «Για ποιόν χτυπά η καμπάνα»), όπου έπαιξε τη δυναμική αντάρτισσα του ισπανικού εμφυλίου που μπορούσε να προβλέπει το μέλλον. Για την ερμηνεία της τιμήθηκε το 1944 με το Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου, ενώ το 1949 τιμήθηκε με το Βραβείο Κοκτό στο Φεστιβάλ Μπιαρίτς για την ερμηνεία της στην ταινία του Ντάντλεϊ Νίκολς «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα».

Η Παξινού έπαιξε σε μια και μόνο ταινία ελληνικής παραγωγής, το 1969, στο «Νησί της Αφροδίτης» του Γιώργου Σκαλενάκη, βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Αλέξη Πάρνη. Ο Αλέκος Σακελλάριος ήθελε πολύ να παίξει η Παξινού τον ρόλο της θείας Καλλιόπης στη ταινία του « Η Θεία από το Σικάγο», αλλά αντέδρασε ο Φίνος, που πίστευε ότι η ταινία δεν θα έχει επιτυχία, επειδή έχουν μάθει να τη βλέπουν σε τραγωδίες στην Επίδαυρο και όχι σε ελαφρές κωμωδίες στο σινεμά.

Εκτός από τις αξέχαστες ερμηνείες της στο Θέατρο και τον κινηματογράφο, η Κατίνα Παξινού έκανε μεταφράσεις θεατρικών έργων του Ευγένιου Ο’ Νιλ και έγραψε τη μουσική για την παράσταση «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη το 1933 και σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή το 1952.



Η Παξινού φλέρταρε μονίμως με την χρεωκοπία και την καταστροφή

Κατασπατάλησε την περιουσία της και τις τεράστιες απολαβές από τα θεατρικά και τα κινηματογραφικά της έργα, χωρίς ποτέ να μπορεί να καταλάβει πως γινόταν αυτό.

Μια φορά ο Μινωτής ανακάλυψε ότι η γυναίκα του είχε σηκώσει το θηριώδες ποσό των 100.000 δολαρίων από μια Ελβετική τράπεζα και τα είχε φάει. Όταν τη ρώτησε που πήγαν τα λεφτά, απάντησε με σκέρτσο «μα Αλέξη μου, έπρεπε να πληρώσω και τον λογαριασμό του φαρμακείου». Στο φαρμακείο χρωστούσε λιγότερο από 50 δολάρια, τα υπόλοιπα δεν θυμόταν τι τα έκανε. Λίγο πριν πεθάνει, ζήτησαν από τον Μινωτή να την επισκεφθούν στο νοσοκομείο τρεις νεαροί σπουδαστές της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Ο Μινωτής αρχικά αρνήθηκε, αλλά αυτοί επέμεναν υπερβολικά μέχρι που ενέδωσε. Τότε έμαθε ότι η Παξινού είχε δωρίσει τον μισθό της και τον μοιράζονταν τρεις άποροι νεαροί, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Δεν το ήξερε ούτε ο άντρας της, μόνο ο γραμματέας της σχολής.


Ο καρκίνος και ο θάνατος

Το 1969 η μεγάλη ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, Κατίνα Παξινού, πληροφορήθηκε ότι έπασχε από καρκίνο. Η ισχυρή της προσωπικότητα την έκανε να μην το βάλει κάτω στο άκουσμα του θλιβερού νέου. Εκείνη τη χρονιά, θέλοντας να «μετρήσει» τις δυνάμεις της, πήρε μέρος στην τελευταία της ταινία, «Το νησί της Αφροδίτης». Υπέφερε από τρομερούς πόνους που την ταλαιπωρούσαν. Όμως, η Παξινού ολοκλήρωσε τα γυρίσματα χωρίς να δημιουργήσει κανένα πρόβλημα στον σκηνοθέτη και τους συνεργάτες της. Δεν ανέφερε σε κανένα τίποτα για τους καθημερινούς και αδιάλειπτους πόνους….

Κατά τη χειμερινή περίοδο 1971- 1972, η Παξινού πρωταγωνιστούσε στο έργο του Μπρέχτ «Μάνα κουράγιο», σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Ο ρόλος της ήταν απαιτητικός. Με το που άνοιγε η αυλαία, εμφανιζόταν πάνω στη σκηνή κουβαλώντας ένα κάρο, μέσα στο οποίο ήταν κάποιοι από τους ηθοποιούς του θιάσου. Τους έσερνε, όχι με την ελάχιστη μυική δύναμη που της είχε απομείνει, αλλά με την τεράστια ψυχική αντοχή, που της έδινε η αγάπη της για το θέατρο και η άρνησή της να παραιτηθεί. Η ασθένεια την είχε καταβάλει, αλλά κανείς από τους θεατές δεν καταλάβαινε ότι υπέφερε. Πάνω στη σκηνή ήταν μια λαμπερή πρωταγωνίστρια. Στα παρασκήνια όμως ήταν μια άρρωστη ηλικιωμένη γυναίκα, που για να τα βγάλει πέρα χρειαζόταν βοήθεια και φροντίδα από δύο νοσοκόμες….

Το καλοκαίρι του 1972, είχε πια αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Είχε συνειδητοποιήσει ότι η ασθένεια σύντομα θα της στερούσε τη ζωή. Τότε επισκέφτηκε τον αγαπημένο της χώρο. Την Επίδαυρο. Κάθισε ανάμεσα στους θεατές και όχι εκεί που ανήκε, στη σκηνή. Το κοινό όμως αντιλήφθηκε την παρουσία της. Αυθόρμητα, οι θεατές σηκώθηκαν, την κοίταξαν και της χάρισαν το καλύτερο αντίο. Άρχισαν να τη χειροκροτούν ρυθμικά και ασταμάτητα. Οι τουρίστες, που δεν την αναγνώριζαν, αναρωτήθηκαν αν επρόκειτο για κάποια βασίλισσα. Και τότε, κάποιος από το κοινό τους απάντησε: «Ναι, είναι βασίλισσα. Είναι η Ατόσα (παρομοίωση με αυτοκράτειρα της Περσίας), είναι το μεγαλύτερο φαινόμενο της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου». Είχε κερδίσει με το ταλέντο, τη δύναμη και τη λεβεντιά της ψυχής της την αναγνώριση και την αγάπη του κόσμου….

Η Κατίνα Παξινού πέθανε στις 22 Φεβρουαρίου 1973 στην Αθήνα, σε ηλικία 72 ετών λυτρωμένη από τους πόνους.

Αντιστοιχισμένο περιεχόμενο

Η Ενημέρωση στην Ελλάδα και τoν Κόσμο