6 Μαρ 2014

Μουσικοί θεσμοί σε κρίση: τα ουσιαστικά αίτια

Του Μάρκου Τσέτσου*

Πολλά γράφτηκαν τον τελευταίο καιρό για το χρέος του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, στη συντριπτική τους πλειονότητα αρνητικά. Η συζήτηση στράφηκε κυρίως γύρω από το...
αν η κοινωνικοποίηση του συγκεκριμένου χρέους είναι θεμιτή, πόσο μάλλον σε περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης. Το εντυπωσιακό στον δημόσιο αυτό διάλογο ήταν ότι, ενώ αναλύθηκε ενδελεχώς το ιστορικό της δημιουργίας του χρέους, δεν αναζητήθηκαν οι λόγοι της αδυναμίας εξυπηρέτησής του. Με άλλα λόγια, δεν τέθηκε το ουσιώδες ερώτημα πώς είναι εν γένει δυνατόν ένας καλλιτεχνικός οργανισμός του μεγέθους και της επιρροής ενός Μεγάρου να μην μπορεί να διαχειριστεί τις οικονομικές οφειλές του, τη στιγμή που ο κεντρικός ρόλος που διαδραματίζει στα καλλιτεχνικά πράγματα αναγνωρίζεται έμπρακτα τόσο από το κράτος μέσω της τακτικής επιχορήγησης όσο και από τους ιδιώτες μέσω των πάσης φύσεως χορηγιών. Επιπλέον, δεν τέθηκε το ερώτημα αν τα αίτια της αδυναμίας εξυπηρέτησης είναι συγκυριακά ή διαχρονικά, αν αφορούν την παρούσα κρίση της οικονομίας ή βαθύτερα ζητήματα που έχουν να κάνουν λ.χ. με τον τρόπο που βλέπει η νεοελληνική κοινωνία το Μέγαρο και το είδος μουσικής που υποστηρίζει ή με διαχρονικές πολιτικές των διοικήσεών του που ανατρέχουν σε πάγιες αντιλήψεις για τον ρόλο που το συγκεκριμένο είδος μουσικής πρέπει να διαδραματίζει στη νεοελληνική κοινωνία.

Οποιος έχει έστω και ελάχιστη επαφή με την πραγματικότητα του «μέσου» Ελληνα πολίτη της «υπερεκπαίδευσης και ημιμάθειας» (Τσουκαλάς), γνωρίζει από πρώτο χέρι την καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζει όχι μόνο τα Μέγαρα Μουσικής, αλλά και οτιδήποτε έχει να κάνει με αυτό που αποκαλούμε έντεχνη δυτική μουσική. Τα αίτια είναι σύνθετα και ανάγονται στο μακρινό παρελθόν. Σε αντίθεση με τις εικαστικές τέχνες και την αρχιτεκτονική, η έντεχνη μουσική ουδέποτε απόλαυσε τη θεσμική και οικονομική στήριξη του κράτους σε μόνιμη βάση. Δεν εντάχθηκε στο Σχολείο των Τεχνών, που μετεξελίχθηκε σε Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, ούτε για χάρη της ιδρύθηκαν δημόσιες ανώτατες σχολές, όπως στις περισσότερες χώρες του κόσμου, δυτικού και μη. Η έντεχνη μουσική παρέμεινε και παραμένει στη χώρα μας υπόθεση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, οι πολίτες της δεν τη μαθαίνουν στο σχολείο ή τη μαθαίνουν πλημμελώς, τα μέσα ενημέρωσης διαχρονικά την αγνοούν, τα δε ανώτερα στρώματα της κοινωνίας, παρά την περί του αντιθέτου πεποίθηση, ελάχιστα τη γνωρίζουν και όποτε τη στηρίζουν το κάνουν για λόγους αμιγώς συμβολικούς (ή φορολογικούς). Οσο για το πολιτικό προσωπικό της χώρας, στη συντριπτική του πλειονότητα τελεί σε πλήρη άγνοια. Τα κοινωνικά ερείσματα της έντεχνης μουσικής στην Ελλάδα είναι αδύναμα και το ιδεολογικό περιβάλλον των θεσμών της από αδιάφορο μέχρι αρνητικό. Καθώς φαίνεται, ένας καλλιτεχνικός οργανισμός σαν το Μέγαρο ελάχιστη ηθική στήριξη μπορεί να περιμένει από τη σημερινή κοινή γνώμη στην πιο κρίσιμη περίοδο της ιστορίας του.

Στην άλλη πλευρά βρίσκονται οι διοικήσεις του Μεγάρου. Δέσμιες μιας πάγιας αντίληψης που θέλει τη μεγάλη έντεχνη δυτική μουσική προνόμιο ολίγων πεφωτισμένων και εκλεκτών, ελάχιστα συνέβαλαν στη διαμόρφωση πολιτικών δημιουργίας ενός μεγάλου και βιώσιμου ακροατηρίου. Με χίλιες δυο δικαιολογίες τεχνικής και νομικής υφής, προτίμησαν να αφήνουν τις αίθουσες μισοάδειες, παρά να επιτρέπουν την ελεύθερη πρόσβαση στα χιλιάδες μέλη του μελλοντικού «φυσικού» και μόνιμου ακροατηρίου: σπουδαστές ωδείων, δημόσιων μουσικών σχολείων και φοιτητές. Κατά τη γνώμη μου, ακραία συμβολική έκφραση αυτής της στάσης αποτέλεσε η ιδέα να στηθούν κάποια στιγμή γιγαντοοθόνες έξω από το Μέγαρο προκειμένου το πλήθος να μπορεί να παρακολουθήσει δωρεάν συναυλία μεγάλης ορχήστρας που λάμβανε χώρα μέσα σε αυτό: «Εσείς, οι πολλοί, απέξω, εμείς, οι λίγοι γνώστες, πεφωτισμένοι και οικονομικά εύρωστοι από μέσα», ήταν το σαφές μήνυμα προς την κοινωνία. Και το μήνυμα που το Μέγαρο εξέπεμψε στην κοινωνία, το εισπράττει σήμερα από αυτήν.

Από τη μεριά των «από μέσα» τώρα, ελάχιστη μέριμνα υπήρξε για την ποιοτική αναβάθμιση του μόνιμου ακροατηρίου, ενός ακροατηρίου ημιμαθών φιλόμουσων στην πραγματικότητα, που, ελλείψει συστηματικής γενικής μουσικής παιδείας, χρωστούν τις όποιες γνώσεις τους για τη μουσική αποκλειστικά στη δική τους πρωτοβουλία. Ο κατά βάση ανερμάτιστος και συγκυριακός καλλιτεχνικός προγραμματισμός του Μεγάρου, με κορμό τις (πανάκριβες) μετακλήσεις πασίγνωστων μεγάλων ορχηστρών, μαέστρων και σολίστ, πολλές από τις οποίες λάμβαναν χώρα σε μισογεμάτες αίθουσες εξαιτίας των ακριβών για τα ελληνικά δεδομένα εισιτηρίων και της λογικής αποκλεισμού που περιγράφτηκε πιο πάνω, σε συνδυασμό με την έλλειψη συντονισμού με τα εγχώρια συμφωνικά και άλλα σχήματα προκειμένου για τη συγκρότηση ενός βασικού πλην όμως κατά το δυνατόν πλήρους και ισορροπημένου ρεπερτορίου με παιδευτική στόχευση, συνέβαλαν στη διαιώνιση της σύγχυσης και της ουσιαστικής μουσικής ημιμάθειας. Συνέβαλαν όμως μακροχρόνια και στη διόγκωση των ταμειακών ελλειμμάτων και στην τελική αδυναμία του καλλιτεχνικού οργανισμού να μπορέσει να τα καλύψει. Και αυτό την ίδια στιγμή που άλλοι καλλιτεχνικοί φορείς (λ.χ. ΕΛΣ), υπό ανάλογες δυσμενείς συνθήκες, αποδεικνύουν ότι υπάρχουν τρόποι διαχείρισης και μείωσης των χρεών.

Η ίδρυση του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών δημιούργησε τη μεγάλη προσδοκία ότι θα λειτουργήσει ως καταλύτης συνένωσης των μουσικών δημιουργικών δυνάμεων της χώρας, με στόχο τη συγκρότηση ενός μεγάλου, ποιοτικού και βιώσιμου ακροατηρίου, που θα μπορούσε με τη σειρά του να εγγυηθεί την ιδεολογική και οικονομική βιωσιμότητα του μεγαλύτερου καλλιτεχνικού θεσμικού εγχειρήματος στην ελληνική ιστορία. Η μέχρι τώρα πολιτική του Μεγάρου διέψευσε την προσδοκία. Ευχή όλων όσοι υπερασπίζονται την ιδέα της μεγάλης έντεχνης μουσικής ως κοινωνικού αγαθού, είναι, ενδεχομένως υπό τον έλεγχο της κοινωνίας και του κράτους, το Μέγαρο να υλοποιήσει την αποστολή για την οποία προορίζεται.

………………………………………………………………………………………………

* Μουσικολόγος, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
πηγη

Αντιστοιχισμένο περιεχόμενο

Η Ενημέρωση στην Ελλάδα και τoν Κόσμο