Η μουσταλευριά… ένα κάποιο τέλος
της Ρένας Ραψομανίκη
Πωλ Γκωγκέν: Δύο Ταϊτινές γυναίκες
Καλά που υπήρχε η Κιώφη!
Το κελαρυστό της γέλιο ήταν για να παρασύρει.
Η παρηγορητική της αγκαλιά για να ανακουφίζει.
Ο καθησυχαστικός της λόγος για ν’ ανακουφίζει.
Γι αυτό δεν είναι οι φίλες;
Κάπως περίεργη η φιλία τους, αλήθεια. Χωρίς τις συνήθεις προδιαγραφές, θεμελιωμένη όμως στο κοινό ταμπεραμέντο και ανθεκτική στον χρόνο.
Όταν η οικογένειά της μετακόμισε στο αντικρινό σπίτι, η Κιώφη ήταν μαθήτρια στο Γυμνάσιο. Το αναμενόμενο θα ήταν να τα βρει με την,σχεδόν συνομήλικη , κόρη της Ρούλας. Η έκπληξη ήταν πως έγινε κολλητή της ίδιας και την έκανε μυστικοσύμβουλο στις ερωτικές αναζητήσεις των εφηβικών της χρόνων. Ένας παρατηρητής εύκολα θα παρατηρούσε πως κάλυπταν αμοιβαίες ανάγκες. Η μία είχε μια ωριμότητα δυσανάλογη με την ηλικία της, η άλλη είχε μια παιδικότητα που ξεπηδούσε όπως ένα απείθαρχο τσουλούφι πάνω σε καλοχτενισμένα μαλλιά. Η μία δυσκολευόταν – όπως συνήθως συμβαίνει – ν’ ανοίξει την καρδιά στην δική της μάνα και η άλλη δεν είχε ποτέ ακούσει εκμυστηρεύσεις από την δική της κόρη. Οι υποκατεστημένες – ενώ αποδέχονταν το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογούσε – εκδήλωσαν μια φανερή καχυποψία και μια ανομολόγητη ζήλια.
Εκείνες όμως ταίριαξαν.
Ύστερα χάθηκαν.
Ξαναβρέθηκαν στην Αθήνα, χρόνια αργότερα. Η Κιώφη γιατρός στο Αγλαΐα Κυριακού, παντρεμένη με συνάδελφο και μητέρα δύο παιδιών. Το νήμα της επικοινωνίας αποκαταστάθηκε αυτόματα όταν η Κιώφη ξεδίπλωσε τον μακροχρόνιο και παράφορο έρωτά της για τον γκαραζιέρη που είχε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και του κορμιού της. Η Ρούλα άκουγε προσεχτικά τις λεπτομέρειες της παράνομης σχέσης: το άγχος για μια πιθανή αποκάλυψη, τις ρομαντικές στιγμές, τα παθιασμένα σμιξίματα, τους ευφάνταστους κώδικες επικοινωνίας, τους ευρηματικούς τρόπους με τους οποίους τον ενίσχυε οικονομικά χωρίς να τον μειώνει, τις απειλές της συζύγου – που το είχε μυριστεί – πως θα τα αποκαλύψει στον σύζυγο – που βίωνε την μακαριότητα του ανυποψίαστου.
Τη συμβούλευε στοργικά και συνετά σαν μανα.
-Τον άντρα σου και τα μάτια σου. Έχεις μια οικογένεια που θα ζήλευαν πολλές μην βάλεις σε κίνδυνο την ακεραιότητά της για ένα πάθος.
Κρυφά, όμως, βίωνε μαζί της το παραμύθι ενός έρωτα.
Η άλλη τα καταλάβαινε όλα. Κι εκείνα που της έλεγε με λόγια κι εκείνα που της ψιθύριζε με την καρδιά. Αποκωδικοποιούσε τις σκέψεις της, αποκρυπτογραφούσε τη ματιά της. Κι αυτό έκανε την φιλία τους να ξαναφουντώσει.
Όταν ήλθε η σειρά της Ρούλας να εξομολογηθεί την ανέλπιστη εξέλιξη της ζωής της, η Κιώφη ήταν η μόνη που εκδήλωσε, χωρίς περιστροφές, χωρίς αστερίσκους, χωρίς υποσημειώσεις, χωρίς ενδοιασμούς, τον ενθουσιασμό της. Η συντροφιά της ήταν βάλσαμο κάθε φορά που οι ενοχές ή η συμπεριφορά του περίγυρου την πίκραιναν, αλλά και κάθε φορά που η χαρά ξεχείλιζε και κάπου έπρεπε να την μεταγγίσει. Εκείνη αναπτέρωνε το ηθικό της σε κάθε δυσκολία, της έδινε συμβουλές – ως πιο έμπειρη στα ερωτικά – , γελούσε με την καρδιά της με τις περιγραφές γαργαλιστικών περιπτύξεων, είχε λόγο για το ντύσιμο και τον καλλωπισμό της, κοντολογίς ήταν το κατάλληλο αυτί που είχε ανάγκη η άλλη για να εκτονώνει όσα δεν χωρούσαν μέσα της. Άσε που διέθετε το μοναδικό ταλέντο να δίνει τη σωστή απάντηση σε κάθε αγωνιώδες – ή και γωνιώδες – ερώτημα.
-Είναι δυνατόν να μην υποψιάζεται η γυναίκα του; Τόσα χρόνια πάνε!
-Ησύχασε, καμιά γυναίκα δεν βλέπει αντίζηλο στο πρόσωπο μιας μεγαλύτερης. Τα κοριτσάκια φοβάται… εσύ βρίσκεσαι στο απυρόβλητο… κούνια που την κούναγε.
Και το τρανταχτό της γέλιο δονούσε τον χώρο.
Κάποτε, ωστόσο, έκανε την λάθος ερώτηση.
-Πώς δεν μου πρότεινες ποτέ να τον γνωρίσω; Ψοφάω από περιέργεια.
- Άκου λέει! Θα το χαρεί . Ξέρει τόσα πολλά για την φιλία μας.
Η συνάντηση έγινε με την πρώτη ευκαιρία.
-Α, πρέπει να μου δώσετε μια φωτογραφία σας, είπε με χαμόγελο η Κιώφη.
Κατάφερε να τον εκπλήξει.
Πού το πάει;
-Για ποιο λόγο; Είπε μετά από μιας στιγμής αφωνία.
-Κάνω συλλογή από ωραίους άντρες.
Το κομπλιμέντο έκανε τη Ρούλα να κοκκινίσει λες κι απευθυνόταν σ’ εκείνη. Για να το ακούσει εκείνη είχε λεχθεί άλλωστε.
-Μου την έπεσε, είπε βαρύθυμα η Κιώφη λίγες μέρες αργότερα. Πάλεψα πολύ μέχρι να αποφασίσω αν πρέπει να το μάθεις…
Πώς βρέθηκε να την λούζει ο παγωμένος καταρράχτης;
Γιατί μούδιασε όλο το σώμα κι έγιναν ξένα τ’ ακροδάχτυλα;
Πότε σηκώθηκε αυτός ο ανεμοστρόβιλος και η σκόνη όρμησε στα μάτια και τα έκανε ανυπόφορα να τσούζουν;
Γιατί σφυροκοπούσαν τα μηνίγγια της;
Ποια ήταν αυτή η άγνωστη που ανοιγόκλεινε το στόμα χωρίς να βγαίνει ήχος;
Μετά το πρώτο σοκ, ο ορθολογισμός άδραξε την ευκαιρία να κάνει ματ σε δύο κινήσεις.
Ο λύκος κι αν εγέρασε …
Μα μ’ ένα κοριτσάκι;
Μα με την καλύτερή σου φίλη ;
Εξευτελισμός δικός του και δικός σου.
Του πίστωσε τα δέκα ( πολλαπλασιασμένα επί τρία) χρόνια αληθινής ζωής που της χάρισε.
Ήταν πολύ ωραία για να είναι αληθινά.
Δεν του έδωσε την ευκαιρία ν’ απολογηθεί, δεν θέλησε να τον ξαναδεί.
Τώρα τουλάχιστον θα μπορούσε να μεταμεληθεί και να κοινωνήσει!
ΤΕΛΟΣ
Γιούλια Ολόμπλαβα