Ο Ντίνος Ηλιόπουλος ήταν ...
ίσως ο μοναδικός ηθοποιός του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, που ήταν «ελβετικός σουγιάς». Μπορούσε να κάνει τα πάντα. Να σε κάνει να γελάσεις, να κλάψεις, να διασκεδάσεις με το χορό του και το τραγούδι του και να γεμίσει την οθόνη, παρόλη την λιγνή κορμοστασιά του.
ίσως ο μοναδικός ηθοποιός του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, που ήταν «ελβετικός σουγιάς». Μπορούσε να κάνει τα πάντα. Να σε κάνει να γελάσεις, να κλάψεις, να διασκεδάσεις με το χορό του και το τραγούδι του και να γεμίσει την οθόνη, παρόλη την λιγνή κορμοστασιά του.
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, σαν σήμερα πριν από 104 χρόνια. Ο πατέρας του ήταν έμπορος με καταγωγή από την Πελοπόννησο, ενώ η μητέρα του είχε καταγωγή από την Υεμένη. Μετά την παγκόσμια κρίση που προκλήθηκε από το κραχ του 1929, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Μασσαλία. Στην Αθήνα ήρθε το 1935.
Αφού υπηρέτησε στον στρατό, η απόλυση του συνέπεσε σχεδόν με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Υπηρέτησε ως ασυρματιστής. Έναν χρόνο πριν, έδωσε εξετάσεις στο Βασιλικό θέατρο, αλλά απορρίφθηκε. Γράφτηκε στην σχολή του Γιαννούλη Σαραντόδη, λίγο από πείσμα και λίγο από την αγάπη του για το σανίδι. Αποφοίτησε με Άριστα το 1944.
Στράφηκε στην επιθεώρηση και το μιούζικαλ. Το ταλέντο του στην κωμωδία ήταν γνωστό, όπως γνωστές έγιναν και οι χορευτικές του ικανότητες. Περιόδευσε στις ΗΠΑ και σε όλη την Ελλάδα, ενώ την δεκαετία του ’70, έπαιξε στο Εθνικό Θέατρο και στην Επίδαυρο.
Τον κινηματογράφο τον αγάπησε με την πρώτη επαφή. Από το 1948 όπου έκανε ντεμπούτο στην ταινία «Εκατό χιλιάδες λίρες», πρωταγωνίστησε σε 90 κινηματογραφικές δουλειές. Το 1956 θα παίξει έναν ρόλο που σημάδεψε την καριέρα του στην ταινία «Ο Δράκος» του Νίκου Κούνδουρου. Έκτοτε, οι περισσότερες ταινίες του ήταν κωμωδίες, οι οποίες άφησαν εποχή, όπως οι «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», «Το Κοροϊδάκι της Δεσποινίδος», «Ο Φίλος μου ο Λευτεράκης», «Οι Κυρίες της Αυλής», «Ζητείται Ψεύτης», «Ο Ατσίδας», «Φωνάζει ο Κλέφτης», «Μερικοί το Προτιμούν Κρύο» κ.α.
Πρόκειται για έναν αμίμητο ηθοποιό, με φινέτσα, όμορφο χαμόγελο, εκπληκτικό αυτοσχεδιασμό και απύθμενο χιούμορ. Και γι’ αυτό έμεινε αξέχαστος. Και θα μείνει. Όσα χρόνια κι αν περάσουν...