21 Ιουν 2017

ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ: Ποια ήταν η Κόνι του «Νονού» και η Άντριαν του «Ρόκι»


Η αυτού μεγαλειότης του Χόλιγουντ, Φράνσις Φορντ Κόπολα, κατάφερε να κάνει όλη την οικογένεια να περιστρέφεται ολόγυρά του με ...
τρόπο μοναδικό.




Την ώρα που άλλαζε το αμερικανικό σινεμά και έχτιζε μια προσωπική καριέρα που παραμένει αξεπέραστη, έστρωνε μεθοδικά το έδαφος για να βρει η δυναστεία των Κόπολα τη θέση της στη βιομηχανία του θεάματος των ΗΠΑ.

Ταλαντούχοι εξάλλου όλοι τους, δεν θα χρειάζονταν παρά μια μικρή ώθηση, κάτι που ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμος να κάνει ο φοβερός Φράνσις.

Ακόμα και ο συνθέτης πατέρας του, Κάρμαϊν, κέρδισε το Όσκαρ του -μαζί με τον Νίνο Ρότα- γράφοντας μουσική για μια ταινία του γιου του, τον «Νονό 2»! Ο Κάρμαϊν θα γνώριζε όλη του τη δόξα πλάι στον τρομερό γιο του, συνεχίζοντας να συνθέτει μουσικές για ταινίες του Φράνσις στις επόμενες δεκαετίες. Οι δυο τους μοιράστηκαν μάλιστα και μια Χρυσή Σφαίρα για την «Αποκάλυψη Τώρα»!

Αλλά και οι κόρες του, οι γιοι του, τα ανίψια του, όλοι τους ντεμπουτάρισαν στη μεγάλη οθόνη σε ταινίες του, λες και υπήρχε ένας άγραφος νόμος πως ο Κόπολα θα έκανε αστέρια όλους τους άλλους Κόπολα. Κάτι καθόλου δύσκολο, αφού ο Φράνσις μέσα σε ένα διάστημα εφτά ετών είχε γυρίσει τους δύο «Νονούς», την «Αποκάλυψη Τώρα» και τη «Συνομιλία», αποσπώντας δύο Χρυσούς Φοίνικες στις Κάννες, πέντε Όσκαρ και εφτά ακόμα υποψηφιότητες!

Ο Κόπολα είχε και δύο αδέρφια στη ζωή, την Τάλια και τον Αύγουστο, ο μόνος που θα του ξέφευγε, μιας και ο μεγάλος αδερφός ήθελε να γίνει ακαδημαϊκός (και έγινε). Η διάσημη Άντριαν του «Ρόκι» δεν θα μπορούσε όμως να γλιτώσει από τη σαγήνη αλλά και την κληρονομιά της δυναστείας στο καλλιτεχνικό στερέωμα.

Ο αδερφός της την πήρε -αν και σχετικά απρόθυμα- να παίξει στον «Νονό», χαρίζοντάς της τον περιφερειακό μεν, χαρακτηριστικότατο δε ρόλο της Κόνι Κορλεόνε, μια ερμηνεία που θα της εξασφάλιζε την πρώτη υποψηφιότητά της. Μετά ήρθε ο Ρόκι και η δεύτερη υποψηφιότητα για Β’ Γυναικείο, χαρίζοντας στην ιδιαίτερη Τάλια τον τίτλο του μοναδικού μέλους της δυναστείας που προτάθηκε για Όσκαρ χωρίς να το κερδίσει ποτέ!

Η Τάλια περιβαλλόταν άλλωστε από καλλιτέχνες και Όσκαρ. Ο σύζυγός της, ο γνωστός συνθέτης Ντέιβιντ Σάιρ, είχε πάρει κι εκείνος Όσκαρ (για τη μουσική του «Νόρμα Ρέι»), την ίδια ώρα που οι δυο γιοι της βάδισαν στα δικά της χνάρια, ως ηθοποιοί και μουσικοί ταυτοχρόνως!

Ανίψια της εξάλλου είναι τόσο ο Νίκολας Κιμ Κόπολα, που θα τον ξέρετε ως… Νίκολας Κέιτζ (Όσκαρ το 1995 για το «Αφήνοντας το Λας Βέγκας»), αλλά και η κόρη του Φράνσις, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός Σοφία Κόπολα (Όσκαρ Σεναρίου για τους «Χαμένους στη μετάφραση»)!

Οι Κόπολα μετρούν αισίως τρεις οσκαρικές γενιές και η Τάλια είναι η μόνη που δεν έχει ανέβει στη σκηνή για να παραλάβει το δικό της χρυσό αγαλματίδιο. Παρά ταύτα, κατάφερε να γίνει κεντρική φιγούρα σε δυο από τα γνωστότερα franchise του Χόλιγουντ και να κάνει όλους να αναρωτιούνται πικρόχολα γιατί δεν πήρε μέρος στην αναβίωση του «Ρόκι Μπαλμπόα» το 2006…


Πρώτα χρόνια


Η Τάλια Ρόουζ Κόπολα γεννιέται στις 25 Απριλίου 1946 στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης ως το νεότερο από τα τρία παιδιά του Κάρμαϊν Κόπολα και της Ιτάλια Πενίνο. Ιταλικής καταγωγής αμφότεροι, εκείνος ήταν ήδη γνωστός μουσικοσυνθέτης και εκείνη η σιδηρά κυρία της φαμίλιας, αλλά και κόρη του επίσης συνθέτη και κινηματογραφικού παραγωγού αργότερα Φραντσέσκο Πενίνο.

Οι επαγγελματικές υποχρεώσεις του Κάρμαϊν αναγκάζουν την οικογένεια να μετακινείται συχνά στα πρώτα χρόνια της ζωής της Τάλια, αν και δεν είναι μόνο αυτό: γευόμενος συχνά την αποτυχία και τις κλειστές πόρτες, παρά τη φήμη του ως φλαουτίστας, οι αδικαίωτες φιλοδοξίες του πατέρα επηρέασαν πολύ τόσο τη μικρή όσο και τα δυο της αδέρφια.

Η Τάλια μεγαλώνει με μια αφόρητη φυσική συστολή και περνά τις μέρες της κλεισμένη στο δωμάτιό της. Μοναδική παρηγοριά για την ίδια, ο «Γυάλινος Κόσμος», τον οποίο παίζει στην κάμαρά της καθ’ εκάστη. Θρησκευόμενη καθώς ήταν η μητέρα, στέλνει την κόρη της αποκλειστικά στα καθολικά σχολεία των πολιτειών απ’ όπου περνούν, κι έτσι αυτή κλείνεται ολοένα και περισσότερο στον εαυτό της.


«Στο Γυμνάσιο», θυμόταν η ίδια, «ήμουν τόσο ντροπαλή που αν κάποιος με κοιτούσε, το ένιωθα. Δεν ήμουν σίγουρα ο τύπος της μαζορέτας!». Για να ξεπεράσει μάλιστα τη συστολή της, αλλά και επειδή αγαπούσε το θέατρο, πείθει τους γονείς της να της επιτρέψουν να πάει στη Δραματική Σχολή του Γέιλ, όπου είχε γίνει εντωμεταξύ δεκτή το 1966.

Μέχρι τότε το είχε σκάσει αμέτρητες φορές από το αυστηρών αρχών σπίτι, ψάχνοντας να βρει τα πατήματά της στα οργισμένα νιάτα. Παρά το γεγονός ότι είχε αποσπάσει υποτροφία για το Γέιλ, ένιωθε το στριφνό ακαδημαϊκό πλαίσιο τόσο αφόρητο που δεν θα αργούσε να τα παρατήσει. Στα μέσα της δεύτερης χρονιάς της στο πανεπιστήμιο, φεύγει μια μέρα για Χόλιγουντ μεριά και πίσω δεν κοιτά…


Αστέρι με το «καλημέρα»


Υποκριτικό ταλέντο από τα γεννοφάσκια της, δεν θα της πάρει πολύ να εγκαθιδρυθεί στη Δυτική Ακτή. Σύντομα θα βρει δουλειά στη θεατρική σκηνή, αλλά και τις ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού που γύριζε με το τσουβάλι ο βασιλιάς του φτηνού τρόμου, Ρότζερ Κόρμαν.

Η πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση ήταν ως «Σύντροφος Νο 1» στο «Wild Racers» του Κόρμαν το 1968! Υπέγραφε ως Τάλια Κόπολα και έπαιζε τώρα σχετικά σταθερά στα b-movies του Κόρμαν, όπου και γνώρισε τον ανερχόμενο συνθέτη Ντέιβιντ Σάιρ το 1969.

Το ζευγάρι παντρεύτηκε τελικά το 1970, σε μια εποχή που ο Φράνσις Φορντ Κόπολα αναδύθηκε ως ανερχόμενο αστέρι του Χόλιγουντ και είχε υπογράψει μόλις το συμβόλαιο που θα έφερνε στο σινεμά το μπεστ-σέλερ μαφιόζικο μυθιστόρημα «Ο νονός».

Ο Κόπολα δεν ήθελε μάλιστα να δώσει στην αδελφή του τον ρόλο της Κόνι Κορλεόνε, παρά το γεγονός ότι συνήθιζε να χαρίζει (δευτερεύοντες κυρίως) ρόλους σε διάφορα μέλη της οικογένειάς του. Για την Τάλια πίστευε ότι παραήταν όμορφη και μοιραία για να παίξει μια «νοικοκυρούλα». Το δοκιμαστικό της ήταν όμως καταπληκτικό και ο Κόπολα υποχώρησε για να μην της στερήσει την ευκαιρία ζωής που τόσο έψαχνε.



Κανείς δεν ήξερε βέβαια πως η Τάλια Σάιρ ήταν η μικρή αδελφή του σκηνοθέτη. Όταν έγινε γνωστό, κάποιοι καταφέρθηκαν ενάντια στον νεποτισμό του Φράνσις, αναγκάζοντάς τη να παρατηρήσει: «ένα γνωστό όνομα ή μια σχέση μπορεί να σου ανοίξει αρχικά τις πόρτες, κανείς δεν προσλαμβάνει πάντως έναν ηθοποιό εκτός κι αν είναι καλός για τον ρόλο».

Η Τάλι θα παίξει και στον δεύτερο «Νονό» (1974), αποσπώντας το 1975 υποψηφιότητα για Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου. Η απονομή ήταν σαν οικογενειακή γιορτή, μιας και ο Φράνσις πήρε το χρυσό αγαλματίδιο για τη σκηνοθεσία και την καλύτερη ταινία και ο πατέρας Κάρμαϊν για τη μουσική του!



Οι ιθύνοντες της Paramount δεν μπορούσαν πια παρά να την προσέξουν, κάτι που θα άλλαζε μαγικά την καριέρα της. Το 1975 το πέρασε με τον νεογέννητο πρώτο της γιο στην αγκαλιά, την επόμενη χρονιά ωστόσο θα ήταν ώρα για τον δεύτερο αξιομνημόνευτο ρόλο της καριέρας της.

Η κινηματογραφική και αφόρητα χαμηλών τόνων σύζυγος του Ρόκι, Άντριαν Πενίνο, πήρε μάλιστα το επίθετό της από την πραγματική μητέρα της Τάλια, Ιτάλια Πενίνο! Η Τάλια φορούσε τα δικά της ρούχα και γυαλιά στην παραγωγή του «Ρόκι» (1976), χαρίζοντάς μας έναν ρόλο που δεν ήταν ουσιαστικά παρά η ίδια!



Κι αν έχασε και τη δεύτερη υποψηφιότητα για Όσκαρ Β’ Γυναικείου το 1977 από τη Φέι Ντάναγουεϊ, βραβεύτηκε για τον ρόλο της από οκάδες οργανώσεις και θεσμούς. Παραμένει η μόνη ηθοποιός που έχει εμφανιστεί στις αρχικές ταινίες μεγάλων franchise και τα sequel τους και τιμήθηκε με υποψηφιότητα για Όσκαρ. Μας χάρισε εξάλλου και εκείνο το αξιομνημόνευτο μακρόσυρτο «Έιντριααααν» από τον Σταλόνε!



Ήταν μάλιστα από τον πρώτο της σύζυγο που πληροφορήθηκε για την παραγωγή του «Ρόκι», αν και τόσο ο Σταλόνε όσο και ο σκηνοθέτης την ήξεραν ήδη από τον «Νονό». Όπως το θυμόταν ο ίδιος ο Σταλόνε, που ζήτησε να περάσει η Τάλια από την οντισιόν: «Φορούσε γυαλιά, τα μαλλιά της ήταν κοντά και σκούρα. Ήταν σχεδόν το αντίθετο από ό,τι είχα φανταστεί την Άντριαν. Ήρθε όμως με ενθουσιασμό και μας έδωσε τον καλύτερο αυτοσχεδιασμό που είχαμε δει από όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε την ταινία. Στο τέλος του αυτοσχεδιασμού της, χαλάρωσε και μου έδωσε δυο-τρεις παιχνιδιάρικες μπουνιές στο σαγόνι, σαν να ήταν πυγμάχος … Την ήθελα τόσο άσχημα που ούρλιαζα και ξεφώνιζα και έκανα όλους γύρω μου να νιώθουν άβολα μέχρι που μου είπαν ‘‘εντάξει, την έχεις’’»!

Όσο για την ίδια, θυμόταν: «Όταν διάβασα το σενάριο, τρελάθηκα, το λάτρεψα … Ποτέ δεν πέρασα καλύτερα διαβάζοντας ένα σενάριο. Την επομένη, ενημερώθηκα ότι πήρα τον ρόλο … Μου άρεσε ο Ρόκι περισσότερο από ό,τι άλλο είχα κάνει. Είναι μια αισιόδοξη ταινία και δεν υπάρχουν πια πολλές σαν κι αυτή»...


Επόμενα χρόνια


Με τέτοιο ξεκίνημα-δυναμίτη, η Τάλια έπαιξε σε οκάδες ακόμα καλές ταινίες, όπως τα φιλμ «Kill Me If You Can» (1977), «Daddy, I Don't Like It Like This» (1978), «Old Boyfriends» (1979), και διασώθηκε ακόμα και από παταγώδεις εισπρακτικές και καλλιτεχνικές αποτυχίες, όπως το σχεδόν γελοίο «Prophecy» (1979). Το 1979 ανήκε όμως στο δεύτερο επεισόδιο του «Ρόκι», όπου εμφανίζεται εντελώς αλλαγμένη και σαφώς πιο δυναμική σεναριακά.


Το 1980 πήραν διαζύγιο με τον σύζυγό της και την επόμενη χρονιά η Τάλια έμεινε ξανά έγκυος, αυτή τη φορά από τον χολιγουντιανό παραγωγό Τζακ Σβάρτσμαν. Ο γιος της Τζέισον γεννήθηκε τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς και το ζευγάρι παντρεύτηκε τελικά δύο μήνες αργότερα.

Με τη βοήθεια του συζύγου της, η Τάλια ίδρυσε τη δική της εταιρία παραγωγής, την TaliaFilm, συμμετέχοντας ως παραγωγός σε πολλές γνωστές ταινίες, όπως το τζεϊμσμποντικό «Ποτέ μην ξαναπείς ποτέ» (1983). Η γέννηση του τρίτου της γιου, Ρόμπερτ, το 1982 την κράτησε μακριά από το σινεμά, καθώς πλέον ήταν μητέρα τριών παιδιών. Έκανε πάντως το «Ρόκι 3» το 1983 και το αδιανόητα επιτυχημένο «Ρόκι 4» την επόμενη χρονιά, την ίδια στιγμή που χρηματοδοτούσε πλέον τις ταινίες του αδερφού Φράνσις, λειτουργώντας παραδοσιακά και ως σύμβουλός του.


Το 1990 φόρεσε για άλλη μια φορά τα σχετικά άκομψα γυαλιά της για τον «Ρόκι 5» και μεταμορφώθηκε ξανά σε Κόνι Κορλεόνε για το τρίτο μέρος του «Νονού», ως μια αδίστακτη πλέον γυναίκα που δηλητηριάζει τον νονό της και μεθοδεύει την άνοδο του γιου της στο τιμόνι του εγκληματικού συνδικάτου.



Παρά το γεγονός ότι αμφότερες οι ταινίες δεν τα πήγαν ιδιαιτέρως καλά εμπορικά, η ίδια απέσπασε διθυραμβικές κριτικές για τις ερμηνείες της. Μόνο που τώρα κρατούσε ξανά χαμηλό προφίλ, καθ’ όλη τη δεκαετία του 1990, παίζοντας σε μερικές ανεξάρτητες παραγωγές (όπως το «Bed & Breakfast» το 1992 και το «Chantilly Lace» του 1993), αλλά και στην αμερικανική τηλεόραση.

Το 1995 έκανε και το σκηνοθετικό της ντεμπούτο στο ερωτικό θρίλερ «One Night Stand», με παραγωγούς τόσο την ίδια και τον σύζυγό της όσο και τον Ρότζερ Κόρμαν. Η ταινία έγινε μάλιστα μέσα στην αρρώστια του συζύγου της (από καρκίνο στο πάγκρεας υπέφερε), η οποία θα διεκδικούσε τελικά τη ζωή του πριν ολοκληρωθούν τα γυρίσματα.


Τώρα έπαιζε σε σειρά ανεξάρτητων και χαμηλού προϋπολογισμού ταινιών, από τις οποίες ξεχωρίζει ίσως το b-movie τρόμου «The Landlady» (1998), στο οποίο πρωταγωνιστεί και το οποίο χρηματοδοτεί. Έκτοτε κάνει τουλάχιστον μία ταινία τον χρόνο, με πιο πρόσφατη το «Dreamland» του 2016.

Το 2004 συζητούσε μάλιστα με τον Σταλόνε για το έκτο επεισόδιο του «Ρόκι» (βγήκε το 2006), αν και δεν τα βρήκαν με την εταιρία παραγωγής, κι έτσι εμφανίστηκε μόνο σε πλάνα αρχείου από τα παλιότερα μέρη. Τα τελευταία χρόνια προωθεί την καριέρα των δυο της γιων, οι οποίοι δεν παύουν να είναι Κόπολα.


Ειδικά ο Τζέισον τα πηγαίνει πολύ καλά στο αμερικανικό σινεμά, παίζοντας το 1999 στο «Rushmore» του Γουές Άντερσον, του «επίτιμου Κόπολα» όπως τον αποκαλούν χαρακτηριστικά για τις σχέσεις του με τη δυναστεία.

Αλλά και ο Ρόμπερτ, που υπογράφει με το όνομα του παππού του, Κάρμαϊν, εμφανίζεται σε ταινίες και κάνει και μια παράλληλη καριέρα ως μουσικός…

Αντιστοιχισμένο περιεχόμενο

Η Ενημέρωση στην Ελλάδα και τoν Κόσμο