Πέθανε, σε ηλικία 66 ετών, η ποιήτρια Μαρία Κυρτζάκη. Η Εταιρεία Συγγραφέων, σε ανακοίνωσή της, εκφράζει τη συμπαράστασή της στους οικείους της, τονίζοντας... ότι η συγγραφέας «προσέφερε πολλά στον χώρο του βιβλίου ως επιμελήτρια εκδόσεων, υπήρξε βασική συνεργάτης λογοτεχνικών περιοδικών όπως ο «Χάρτης» και παραγωγός εκπομπών λόγου στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας στο πλευρό του Μάνου Χατζιδάκη».
Για την ποίηση της Μαρίας Κυρτζάκη, η Κική Δημουλά είχε γράψει: «Ο λόγος της ορθώνεται σαν ρομφαία. Λέει ή θανατώνει. Καρφώνεται με ένταση απαραχάρακτη και τιμωρεί τα αυτονόητα, τα κοινότοπα, είναι άγρια, τρυφερή, χαϊδεύει τις αδυναμίες, αλλά χαϊδεύει με τις ίδιες εκείνες γρατζουνιές που της προκάλεσε η γαμψή αφή των πραγμάτων. Ακούω συχνά το ουρλιαχτό του στίχου της: «Πεινάω σαν λύκος», αλλά δεν ανησυχώ. Ξέρω ότι είναι εκλεκτικός, δεν τρώει παραχωρήσεις».
Η Μαρία Κυρτζάκη γεννήθηκε στην Καβάλα το 1948, ήταν ποιήτρια, επιμελήτρια εκδόσεων, αλλά και εξαίρετη παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών. Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης (1966-1971) και το 1973 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εργάστηκε, για λίγο, στη Μέση Εκπαίδευση και με τη Μεταπολίτευση εντάχθηκε στο τμήμα ραδιοφωνικών παραγωγών της ΕΡΑ. Κεντρικό θέμα των παραγωγών της ήταν η χρήση και η λειτουργία της γλώσσας στον ποιητικό και τον δραματουργικό λόγο, θέματα, τα οποία, επίσης, δίδαξε στη Σχολή Θεάτρου «Εμπρός» και ήταν, άλλωστε, απολύτως σχετικά με την ίδια την ποίησή της. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε πρώιμα, το 1996, με τα ποιήματά της «Σιωπηλές κραυγές». Ακολούθησαν τα βιβλία της ποιητικού μόχθου, λόγω της επίμονης και επίπονης διαδικασίας της προετοιμασίας τους, Οι λέξεις (1973), Ο κύκλος (1976), Η γυναίκα με το κοπάδι (1982), Περίληψη για τη νύχτα (1986), Ημέρια νύχτα (1989), Σχιστή οδός (1992), Μαύρη θάλασσα (2000), Λιγοστό και να χάνεται (2002), Στη μέση της ασφάλτου (2005) όπου συγκέντρωσε την ποιητική διαδρομή της από το 1973 έως το 2002. Το μονολογικό της κείμενο «Τυφώ» παραστάθηκε το 1996 από το Απλό Θέατρο.
Η ώριμη περίοδος της ποίησής της, ουσιαστικά, ξεκινά στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν αρχίζει και χρησιμοποιεί σε ευρεία κλίμακα θέματα της κλασικής τραγωδίας και των επικών μύθων, όπως π.χ. της ομηρικής Οδύσσειας. Αλλά η σύγχρονη προϊστορία της, η παράδοση από την οποία πήρε και μετάπλασε τον ιεροφαντικό, πυκνό και ενίοτε σιβυλλικό λυρικό λόγο της, ήταν ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ανδρέας Κάλβος, ο Οδυσσέας Ελύτης και ο απροσδόκητος συνεχιστής τους Γιώργος Χειμωνάς. Ο κόσμος της ποίησής της είναι κόσμος αρχετυπικός, ως προς τη γλώσσα, το φύλο και την υποκειμενική αίσθηση του χρόνου. Κόσμος πέραν της ιστορίας, αλλά που διαπλέει την ιστορία, καθώς το σύμπαν που πρόβαλλε στην καμπή της ενορατικής ποιητικής της, από τη Γυναίκα με το κοπάδι και έπειτα, είναι ένα όραμα που δεν έχει πάψει να θυσιάζει τις εξατομικεύσεις του, τα αναγνωρίσιμα προσωπικά του, στην πληθυντική διάστασή του.