10 Μαρ 2013

Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚ ΚΕΙΒ Με πονάει να βλέπω την Ελλάδα σε απόγνωση

Οι «Κεραυνοί» του Νικ Κέιβ ταξιδεύουν εδώ και λίγες ημέρες τις εικόνες από την Ελλάδα της κρίσης σε ολόκληρο τον κόσμο.

Το καινούργιο τραγούδι του θρυλικού Αυστραλού ρόκερ «Lightning Bolts», στο οποίο αποτυπώνονται ...οι σκέψεις και τα συναισθήματα ενός ανθρώπου που παρακολουθεί τα όσα διαδραματίζονται τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, ακούστηκε πολύ, συζητήθηκε εξίσου και συγκίνησε.

Η επιλογή αυτή, ωστόσο, του Κέιβ να αφιερώσει ένα τραγούδι στην Ελλάδα, στο νέο του άλμπουμ με τίτλο «Push the Sky Away», μόνο τυχαία δεν ήταν.

Αποτελεί τη φυσική συνέχεια της μακρόχρονης και ουσιαστικής σχέσης που έχει αναπτύξει με τη χώρα μας και τους ανθρώπους της, μια σχέση που στηρίζεται στον θαυμαστό του προς τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική παράδοση, και έχει χτιστεί μέσα από πολλές επισκέψεις, δεκάδες συναυλίες, στενές φιλίες και ενδιαφέρουσες συνεργασίες.

Με το συγκρότημα των Birthday Party, τον Σεπτέμβριο του 1982.


Η ιδέα
Ο Νικ Κέιβ, από τη μακρινή Αυστραλία όπου βρίσκεται δίνοντας συναυλίες στο πλαίσιο της παγκόσμιας περιοδείας του, εξομολογείται στο «Εθνος της Κυριακής» πότε και πώς εμπνεύστηκε τους «Κεραυνούς» και πώς νιώθει για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας: «Ημουν στην Αθήνα, σε περιοδεία μαζί με τους Grinderman, όταν οι διαδηλωτές εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν. Εγραφα ένα τραγούδι για τα παιδιά και την ανικανότητα να τα προστατέψουμε από τον κόσμο που φτιάξαμε γι' αυτά -ένα θέμα στο οποίο επιστρέφω επανειλημμένως- και η πραγματική παρουσία αυτής της ταραγμένης χώρας διείσδυσε μέσα στο τραγούδι.

Τον Νοέμβριο του 1984, έδωσε την πρώτη του συναυλία με τους Bad Seeds στο κλαμπ «Χύμα» της Λεωφόρου Μεσογείων.

Πήρα την ιδέα από το ότι τα δικά μου δίδυμα παιδιά ήταν δώρο από τους Θεούς, τα ένωσα με τους διαδηλωτές της Αθήνας που συμβόλιζε την παρακμή του πολιτισμού. Στο τραγούδι μου τα δίδυμα παίζουν χαρούμενα, ενώ ο κόσμος καταρρέει τριγύρω τους...», εξηγεί ο δημοφιλής καλλιτέχνης και εξομολογείται: «Με πονάει να βλέπω αυτή τη χώρα σε τέτοια απεγνωσμένη κατάσταση».

Η λύτρωση

Κι όταν προσπαθεί να βάλει τον εαυτό του στη θέση του Ελληνα και αναλογίζεται πώς θα αντιδρούσε εκείνος, ως πολίτης, σε μια ανάλογη κατάσταση, νιώθει πως η λύτρωση θα έρθει μέσα από τα αρχέγονα εκείνα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους Ελληνες: «Δεν ξέρω τι θα έκανα αν ήμουν στη θέση των Ελλήνων. Δεν έχω την εξουσία να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση. Αλλά τυχαίνει να γνωρίζω τους Ελληνες όλα αυτά τα χρόνια και ξέρω πολύ καλά ότι είναι γεμάτοι πνεύμα, ανθεκτικοί και ασυγκράτητοι...».

Πράγματι, ο Νικ Κέιβ τους γνωρίζει καλά τους Ελληνες. Γιατί είναι ένας βαθιά συναισθηματικός καλλιτέχνης και άνθρωπος ο οποίος πολύ συχνά νιώθει να ταυτίζεται με τόπους στους οποίους έχει ζήσει έντονες στιγμές. Και η Ελλάδα είναι, όπως ο ίδιος λέει, μία από τις πολύ αγαπημένες χώρες του: «Είναι μια χώρα που μου έχει δώσει τόσο πολλά με το πέρασμα των χρόνων, από την πρώτη στιγμή που ήρθαμε στην Αθήνα, στις αρχές της δεκαετίας του '80, μέχρι σήμερα. Ακόμα θυμάμαι την πρώτη συναυλία που δώσαμε στην Αθήνα ως την πιο αγαπημένη συναυλία μου όλων των εποχών. Είχε αυτήν την καταπληκτική αίσθηση του αγνού χάους και της αγνής αγάπης, που είναι χαρακτηριστικό των Ελλήνων».

Δεύτερη πατρίδα του η Ελλάδα
Ο Αυστραλός «ρεμπέτης» που λατρεύει την ελληνική κουζίνα

Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του Νικ Κέιβ στην Αθήνα, που αποτέλεσε και σταθμό στην καριέρα του, έγινε τον Σεπτέμβριο του 1982 στο Σπόρτιγκ, με το συγκρότημα των Birthday Party. Η συναυλία του γκρουπ, που θεωρείται ως η πρώτη αυθεντική πανκ συναυλία στην Ελλάδα, πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο ενός τριήμερου μουσικού φεστιβάλ στο οποίο συμμετείχαν επίσης οι Fall και οι New Order.

Ο ασυγκράτητος και εκστασιασμένος Κέιβ και οι εξαιρετικοί μουσικοί του άφησαν άφωνα τα πλήθη με τη μουσική αλλά και με την εκρηκτική σκηνική τους παρουσία. Ο άνθρωπος που έφερε τους Birthday Party στο φεστιβάλ του Σπόρτιγκ, ο Χρήστος Δασκαλόπουλος, έχει πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες να μας διηγηθεί για την πρώτη αυτή, άγρια εποχή του Νικ Κέιβ.

«Είχα δει το συγκρότημα λίγους μήνες πριν στο Λονδίνο, είχα ενθουσιαστεί και το πρότεινα στους διοργανωτές του φεστιβάλ. Μπορεί τότε να μην ήταν πρώτο όνομα, τελικά όμως κατάφεραν να αφήσουν το αθηναϊκό κοινό με ανοιχτό το στόμα» θυμάται. Ο Νικ Κέιβ εκείνη την εποχή ήταν ένα ασυγκράτητο και ασυμβίβαστο παιδί. Ποτέ δεν ήξερες τι να περιμένεις από εκείνον.

Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό της πρώτης τους συνάντησης: «Πήγα να τους πάρω από το αεροδρόμιο και ενώ όλοι οι μουσικοί με χαιρέτησαν κανονικά, εκείνος πήρε το χέρι μου και το δάγκωσε δυνατά δυο-τρεις φορές... Στη συνέχεια έμαθα γιατί το έκανε. Ηταν πιωμένος και πολύ θυμωμένος γιατί είχε τσακωθεί στο αεροπλάνο με τη μάνατζέρ του. Ο λόγος; Εκείνος είχε προσκαλέσει στο ξενοδοχείο του δύο... κορίτσια που είχε γνωρίσει στο αεροπλάνο κι εκείνη έγινε έξαλλη με το περιστατικό.

Ηταν μάλιστα τέτοιος ο θυμός του Κέιβ που κάποια στιγμή έφυγε από το ξενοδοχείο και εξαφανίστηκε για αρκετές ώρες. Εκ των υστέρων μάθαμε ότι περιπλανιόταν χωρίς χρήματα στο κέντρο της Αθήνας, έμπαινε σε λεωφορεία και σε τρόλεϊ και κάποια στιγμή επέστρεψε στο ξενοδοχείο και κοιμήθηκε στο... παρτέρι της εισόδου».

Η πρώτη συνάντηση
Αυτός ήταν τότε ο Νικ Κέιβ: ένας τρομερά ταλαντούχος αλλά και απρόβλεπτος ροκάς που πήγαινε μετά τις αθηναϊκές συναυλίες του στα μπαράκια της οδού Χάριτος στο Κολωνάκι για να τα πιει και να μιλήσει με τους φίλους και τους θαυμαστές του. Η σημερινή του εικόνα βέβαια είναι εντελώς διαφορετική, πολύ πιο ώριμη και κατασταλαγμένη. Το πάθος του όμως για τη μουσική παραμένει πάντα ίδιο.

Οπως σχεδόν ίδιες παραμένουν και οι ενδυματολογικές του επιλογές. Δεν αποχωρίζεται με τίποτα τα μαύρα κοστούμια, τα ανοιχτόχρωμα πουκάμισα και τα μεγάλα δαχτυλίδια. Η ενδυμασία αυτή είναι η «προίκα» που κληρονόμησε, στα νεανικά του χρόνια, από τους Ελληνες ρεμπέτες μετανάστες της Αυστραλίας οι οποίοι τον επηρέασαν βαθιά.

Ετσι εξηγείται και το μεγάλο ενδιαφέρον που δείχνει για το ρεμπέτικο τραγούδι. Σε αρκετά από τα ταξίδια του στην Ελλάδα εξάλλου επιλέγει να διασκεδάσει σε κάποιο ρεμπετάδικο.

Την αγάπη του Νικ Κέιβ για το είδος την επιβεβαιώνει και ο γιος του μεγάλου Μάρκου Βαμβακάρη, Στέλιος. «Είχαμε συναντηθεί πριν από τέσσερα χρόνια, που είχε έρθει στην Αθήνα για μια συναυλία. Μου είπε πως ήξερε πολύ καλά τον πατέρα μου και τα τραγούδια του και πως του αρέσει πολύ ο ήχος του μπουζουκιού. Μόνο καλά έχω να θυμάμαι από τη συνάντησή μας. Είναι ένας πολύ μεγάλος καλλιτέχνης, είναι όμως και... τσίφτης» λέει ο Στέλιος Βαμβακάρης με το χαρακτηριστικό αυθόρμητο ύφος του.

Από το 1982 μέχρι σήμερα ο Νικ Κέιβ, συνοδευόμενος τις περισσότερες φορές από το μακροβιότερο συγκρότημά του, τους Bad Seeds, έχει παίξει πολλές φορές στην Ελλάδα: «Ρόδον», «Club 22», Θέατρο Λυκαβηττού, Κλειστό Γήπεδο Περιστερίου, Ιβανώφειο είναι κάποια από τα μέρη που κλείστηκαν τα κατά καιρούς συναυλιακά ραντεβού του με το ελληνικό κοινό. Και πάντα ύστερα από κάθε συναυλία ακολουθούσε δείπνο με παραδοσιακό φαγητό, καθώς ο Κέιβ ήταν και παραμένει λάτρης της ελληνικής κουζίνας.

Η φιλία με τον Ψαραντώνη
Αυτοσχεδίαζαν στα παρασκήνια του Λυκαβηττού

Την τελευταία δεκαετία ο Νικ Κέιβ δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στους ήχους και στις μελωδίες που προέρχονται από παραδόσεις διαφόρων χωρών. Οι μουσικές αυτές αναζητήσεις του τον οδήγησαν στον δικό μας Ψαραντώνη, στον γνωστό λυράρη από τ' Ανώγεια, ο οποίος αποτελεί μία από τις σημαντικότερες και πιο χαρακτηριστικές φιγούρες της κρητικής μουσικής παράδοσης.

Τον Ιανουάριο του 2009 ο Νικ Κέιβ κάλεσε τον Ψαραντώνη να συμμετάσχει στο μεγάλο μουσικό φεστιβάλ «All Tomorrow's Parties» που διοργάνωσε ο ίδιος στην Αυστραλία. H λύρα του Ψαραντώνη «συνομίλησε» με τους ήχους των οργάνων εξαιρετικών μουσικών απ' όλο τον κόσμο και κέρδισε τις εντυπώσεις.

Ιστορική
Και στη συναυλία που έδωσε όμως ο Αυστραλός τραγουδοποιός το 2011, στο θέατρο Λυκαβηττού, ο Ψαραντώνης ήταν εκεί. Οσοι μάλιστα βρέθηκαν στα παρασκήνια μετά το τέλος της συναυλίας αντίκρισαν με έκπληξη τους μουσικούς των δύο καλλιτεχνών να παίζουν αυτοσχέδια μπλουζ με ένα μπουζούκι και μια κιθάρα.

«Κεραυνοί» που συγκινούν

Δυο κεραυνοί ήρθαν στο δωμάτιό μου

Ήταν δώρο από τον Δία...

...Στην Αθήνα οι νέοι κλαίνε από τα δακρυγόνα

Και εγώ είμαι στο ξενοδοχείο

και κάνω ηλιοθεραπεία

Οι άνθρωποι έρχονται και με ρωτούν πώς είμαι

Εγώ λέω αν δεν ξέρεις, μη ρωτάς...

...Ο Δίας γελάει αλλά είναι από τα δακρυγόνα

Με ρωτάει πώς είμαι

Του λέω Δία μη ρωτάς...

...Και στο λίκνο της Δημοκρατίας τα περιστέρια φοράνε αντιασφυξιογόνες μάσκες...

...Και οι άνθρωποι δεν γυρίζουν ποτέ πίσω

Το βράδυ τους βλέπω να κοιμούνται

Και να κλαίνε ασταμάτητα

Και δεν είναι απ' τα δακρυγόνα

Οι άνθρωποι με ρωτούν πώς είμαστε

Είμαστε, τους λέω, κυρίως χαμένοι

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΟΥΚΑ

Αντιστοιχισμένο περιεχόμενο

Η Ενημέρωση στην Ελλάδα και τoν Κόσμο