Η απόφαση, με Πρόεδρο τον Μ. Πικραμένο και εισηγήτρια τη Σύμβουλο Σ. Κιτσάκη, έκρινε ότι η παράλειψη πρόβλεψης ειδικής κατηγορίας στο Προσοντολόγιο (Π.Δ. 85/2022) για τους αποφοίτους των Ανώτερων Καλλιτεχνικών Σχολών –μεταξύ των κατηγοριών ΔΕ, ΤΕ και ΠΕ– παραβιάζει τις θεμελιώδεις διατάξεις των παραγράφων 1 και 7 του άρθρου 16 του Συντάγματος.
Με άλλα λόγια, το ΣτΕ αναγνώρισε ότι οι τίτλοι αυτών των σχολών δεν μπορούν να εξομοιωθούν με εκείνους της δευτεροβάθμιας ή μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς η ίδια η νομοθεσία (ν. 1158/1981) έχει χαρακτηρίσει ρητά τις σχολές αυτές ως «ανώτερες» και ενταγμένες στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Το Δικαστήριο τόνισε επίσης τη συνταγματική υποχρέωση του κράτους να στηρίζει, να αναπτύσσει και να προάγει την τέχνη, γεγονός που επιβάλλει τη διακριτή και θεσμικά κατοχυρωμένη θέση των Ανώτερων Καλλιτεχνικών Σχολών μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα. Έτσι, κρίθηκε αντισυνταγματική η εξίσωση των τίτλων αυτών με τίτλους δευτεροβάθμιας ή μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς αυτό θα υπονόμευε τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ανώτερη βαθμίδα της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης.
Η απόφαση αυτή έχει τεράστια σημασία για τους αποφοίτους δραματικών σχολών, σχολών χορού και λοιπών καλλιτεχνικών ιδρυμάτων της χώρας. Επιβεβαιώνει ρητά ότι η εκπαίδευση που παρέχουν δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως «δευτερεύουσα», αλλά ως αναπόσπαστο μέρος της ανώτερης εκπαιδευτικής βαθμίδας, αναγνωρίζοντας έτσι το επίπεδο σπουδών, τον επαγγελματισμό και τη συμβολή τους στον πολιτισμό της χώρας.
Η απόφαση του ΣτΕ θεωρείται σταθμός όχι μόνο για τους καλλιτέχνες και τους εκπαιδευτικούς του χώρου, αλλά και για το ίδιο το κράτος δικαίου, το οποίο πλέον καλείται να προσαρμόσει τη σχετική νομοθεσία και το Προσοντολόγιο, αποκαθιστώντας μια ιστορική αδικία δεκαετιών.
