Pages

17 Αυγ 2013

Ο Σάκης και οι σύγχρονες Βάκχες

της Οριάνας Δημητρά


Αναμφίβολα, ήταν η θεατρική είδηση του φετινού καλοκαιριού. «Βάκχαι» του Ευριπίδη, με τον Σάκη Ρουβά.

«Πάντρεμα» κοινών με....
εντελώς διαφορετικές νοοτροπίες. Του πιστού, θεατρόφιλου κοινού της Ρούλας Πατεράκη και του Δημήτρη Λιγνάδη με το επίσης πιστό κοινό του Σάκη. Ένα κοινό που ωρύεται κατά την εμφάνισή του στη μουσική σκηνή όπως… οι Βάκχες!

Είχα μεγάλη περιέργεια να παρακολουθήσω την παράσταση. Τόσο λόγω της συμμετοχής του Σάκη Ρουβά όσο επειδή ο ηθοποιός και σκηνοθέτης της παράστασης, Δημήτρης Λιγνάδης, είναι γνωστός για τις πρωτοποριακές ιδέες του.

Οι «Βάκχες» είναι το μοναδικό έργο της αρχαίας δραματουργίας που ο Διόνυσος πρωταγωνιστεί ως ανθρωποποιημένος Θεός. Το κεντρικό νόημα, βάσει ψυχαναλυτικών προσεγγίσεων, περιστρέφεται γύρω από τη διάσταση ανάμεσα στο ΥΠΕΡΕΓΩ (ηθική συνείδηση, πρέπει) και το ΑΥΤΟ (ζωώδες πάθος, ένστικτο).

Ο Πενθέας (Δημήτρης Πασσάς) συμβολίζει το ΥΠΕΡΕΓΩ και ο Διόνυσος (Σάκης Ρουβάς) το ΑΥΤΟ.

Παρακολούθησα, λοιπόν, την παράσταση.

Η αίσθηση που είχα στα πρώτα λεπτά δεν ήταν η καλύτερη. Δεν ένιωσα «τη μαγεία». Τα απλοϊκά σκηνικά καθώς και η εμφάνιση του Σάκη που ως, καλυμμένος Διόνυσος, σκαρφαλώνει με στολή τεχνικού σε μια κολόνα παροχής ηλεκτρισμού ήταν δυο πρώτα στοιχεία που με ξένισαν.

Η εμφάνιση στη συνέχεια καταξιωμένων, Ρούλας Πατεράκη και Γιάννη Καρατζογιάννη, στους ρόλους των Τειρεσία και Κάδμου αντιστοίχως, έβαλε αμέσως στο κλίμα τους θεατές. Ακόμη και εκείνους που είτε δε γνώριζαν το έργο είτε είχαν έρθει απλώς, για να δουν επί θεατρικής σκηνής τον Σάκη Ρουβά.

Εξαιρετική ήταν στο ρόλο της Αγαύης η Μαρία Κίτσου.
Ο Δημήτρης Πασσάς, παρά το νεαρό της ηλικίας του, ήταν πειστικότατος ως Πενθέας. Κάποιες αμήχανες παύσεις ήταν πταίσματα μπροστά στη σθεναρότητα, με την οποία ενσάρκωσε τον ρόλο.

Ο Χορός, οι Βάκχες, που είναι και βασικότατο κομμάτι του έργου, αποτελείτο από γυναίκες ηθοποιούς που έβγαζαν έντονη ενέργεια στη σκηνή. Ίσως μία-δύο ηθοποιοί να μην ανταποκρίθηκαν τόσο δυνατά όσο θα περίμενε κανείς από τις συντρόφισσες του Διονύσου, εντούτοις στο σύνολό τους ήταν επαρκείς.

Θα ήθελα να σταθώ σε δύο σημεία.

Η σκηνοθετική γραμμή του Δημήτρη Λιγνάδη ήταν πέραν αμφιβολίας πρωτοποριακή.

Ωστόσο, ένιωσα την ανάγκη να κάνω μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη, για να κατανοήσω τους νεωτερισμούς του στην παράσταση του έργου. Νεωτερισμοί που, κατά τη γνώμη μου, ήταν επιεικώς δυσνόητοι.

Η κολόνα της ΔΕΗ που ανέφερα προηγουμένως, ήταν, όπως εξηγεί ο ίδιος ο σκηνοθέτης, η πρόθεσή του να κάνει τον συνειρμό με το «φως» που συμβολίζει ο Διόνυσος. Επίσης, η παρουσία του αφρικανικού στοιχείου τόσο στον Χορό όσο και στο είδος της μουσικής, στοιχείο που κάνει εντύπωση (!) σε αρχαία τραγωδία, είναι η πρόθεσή του για σύνδεση με το ζωώδες ένστικτο. Τέλος, το λιτό σκηνικό (αρένα με άχυρα, λίγες παλιές καρέκλες) ήταν συνειδητή επιλογή του ίδιου και της σκηνογράφου, Εύας Νάθενα, με στόχο να παραπέμπει ο χώρος στον σύγχρονο ρεαλισμό.

Το κατά πόσο αυτά τα νεωτεριστικά στοιχεία του Δημήτρη Λιγνάδη «πέρασαν» στο κοινό ή όχι, ας το αφήσουμε να κριθεί εκ του αποτελέσματος.

Το δεύτερο σημείο που θέλω να σταθώ είναι ο Σάκης Ρουβάς. Οφείλουμε να τον επαινέσουμε για την τόλμη του να ρισκάρει τη φήμη του και για το κατόρθωμά του να σταθεί επάξια δίπλα σε ζωντανούς μύθους του θεάτρου (Ρ. Πατεράκη, Γ. Βέη, Γ. Καρατζογιάννης). Εμφανέστατη η σκληρή δουλειά που είχε προηγηθεί αλλά και ο απόλυτος επαγγελματισμός του.

Η τραγωδία είναι το μεγαλύτερο «στοίχημα» ενός καλλιτέχνη του θεάτρου. Και το να κερδίσει ένα τέτοιο στοίχημα ένας καλλιτέχνης που προέρχεται από άλλον χώρο κάνει ακόμα μεγαλύτερη την επιτυχία του.

*Η Οριάνα Δημητρά είναι δημοσιογράφος-θεατρολόγος.